- μολυντήρι
- το-ιού, είδος σαύρας, το σαμιαμίθι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μολυντήρι — το ζωολ. κοινή ονομασία ενός από τα τρία γνωστά στην Ελλάδα είδη γκέκου, μικρόσωμων σαυρών τής οικογένειας geckonidae, αλλ. σαμιαμίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα τήρι (πρβλ. κολλητ ήρι)] … Dictionary of Greek
σαμιαμίδι ή μολυντήρι — Κοινή ονομασία ειδών σαύρας της οικογένειας των Γκεκονιδών, που είναι γνωστά και ως γκέκο … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek